ὑάλῳ

ὑάλῳ
ὕαλος
some kind of crystalline stone
masc/fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υαλώ — ὑαλῶ, όω, ΝΜ, και υαλώνω Ν [ὕαλος] (λόγιος τ.) μεταβάλλω σε ύαλο, υαλοποιώ νεοελλ. καθιστώ ένα αντικείμενο υδατοστεγές με υάλωμα, βάζω υάλωμα μσν. παθ. ὑαλοῡμαι, όομαι α) τήκομαι, λειώνω β) (κατ επέκτ.) αποβάλλω την υφή, την ουσία μου …   Dictionary of Greek

  • ὑαλῷ — ὑάλεος of glass masc/neut dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλωι — ὑάλῳ , ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υάλωση — η, Ν μετατροπή σε ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑάλωσις, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”